Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τροχοδρομώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τροχοδρομώ [troxoδromó] Ρ10.9α : στη διαδικασία της προσγείωσης, απογείωσης ή προσθαλάσσωσης, οι ελιγμοί που γίνονται με τους τροχούς: Tο αεροπλάνο τροχοδρομεί.

[λόγ. τροχ(ός) -ο- + δρόμ(ος) -ώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go