Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρομπάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρομπάρω [trombáro] & τρομπέρνω [trombérno] Ρ6α : 1. αντλώ κάποιο υγρό ή αέριο με τρόμπα: Πήγε να τρομπάρει νερό. 2. (λαϊκ.) α. λέω ή κά νω ανοησίες. β. σπαταλώ άσκοπα το χρόνο μου: Tόσα χρόνια τρομπάρει, δε δουλεύει, είναι αργόσχολος.

[βεν. trombar -ω· τρομπ(άρω) μεταπλ. -έρνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go