Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριποδίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριποδίζω [tripoδízo] Ρ2.1α : για άλογο που τρέχει με μέτριο καλπασμό, πατώντας μόνο με το ένα πόδι στη γη.

[λόγ. < ελνστ. τριποδίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go