Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριπλασιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριπλασιάζω [triplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. τρεις φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο: Tριπλασίασε την έκταση της γης του / του κράτους του. Tα τελευταία χρόνια τριπλασιάστηκε η αξία των ακινήτων.

[λόγ. < ελνστ. τριπλασιάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go