Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριπλάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριπλάρω [tripláro] -ομαι & ντριπλάρω [dripláro] -ομαι Ρ6 : (κυρ. στο ποδ.) με κινήσεις και ελιγμούς εξουδετερώνω την αντίσταση παίκτη αντίπαλης ομάδας.

[τρίπλ(α), ντρίπλ(α) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go