Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρικλίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρικλίζω [triklízo] & τρεκλίζω [treklízo] Ρ2.1α : περπατώ με βήμα όχι στα θερό· παραπατώ: Πήγαινε τρικλίζοντας από το πολύ μεθύσι. Tρικλίζει από την αδυναμία.

[ίσως μσν. *τρακλίζω < *τρακλώ (μεταπλ. -ίζω με βάση το συνοπτ. θ. τρακλησ-) < αρχ. κατακλῶ `καταρρέω΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go