Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τριζοβολώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τριζοβολώ [trizovoló] & -άω Ρ10.1α : τρίζω πολύ και συνεχώς· τριζοκοπώ.

[τρίζ(ω) -ο- + -βολώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go