Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρενάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρενάρω [trenáro] Ρ6α : 1. προχωρώ μια δουλειά με πολύ αργό ρυθμό ή παρατείνω μια κατάσταση σκόπιμα: Tην τρενάρει πολύ την υπογραφή του συμβολαίου. || ~ κπ., αργώ να τελειώσω μια δουλειά που μου έχει αναθέσει: Mε τρενάρει ένα χρόνο, από αναβολή σε αναβολή. 2. για κτ. του οποίου η τακτοποίηση ή η ολοκλήρωση διαρκεί περισσότερο από ό,τι πρέπει, που τραβάει σε μάκρος: H υπόθεση τρενάρει πολύ. H θεατρική παράσταση τρέναρε πολύ και κούρασε τους θεατές.

[γαλλ. traîn(er) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go