Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρεμοπαίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρεμοπαίζω [tremopézo] Ρ αόρ. τρεμόπαιξα, απαρέμφ. τρεμοπαίξει : α. για λάμψη που πότε δυναμώνει και πότε αδυνατίζει· τρεμοφέγγω: Tρεμό παιζε το φως του καντηλιού. β. (κυρ. για βλέφαρα) ανοιγοκλείνω σπασμωδικά: Tα μάτια της τρεμόπαιζαν.

[τρέμ(ω) -ο- + παίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go