Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- τρανεύω [tranévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ., λογοτ.) μεγαλώνω: Tράνεψε το αγόρι κι έγινε άντρας. Tράνευε στην ψυχή του η αγάπη για τη λευτεριά.
[τρα ν(ός) -εύω]
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[τρα ν(ός) -εύω]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |