Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τρανεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τρανεύω [tranévo] Ρ5.2α : (λαϊκότρ., λογοτ.) μεγαλώνω: Tράνεψε το αγόρι κι έγινε άντρας. Tράνευε στην ψυχή του η αγάπη για τη λευτεριά.

[τρα ν(ός) -εύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go