Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: τραγικοποιώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
τραγικοποιώ [trajikopió] -ούμαι Ρ10.9 : παρουσιάζω ένα γεγονός, μια κατάσταση με τρόπο τραγικό που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα· δραματοποιώ.

[λόγ. τραγικ(ός) -ο- + -ποιώ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go