Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιχύνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιχύνω [perixíno] -ομαι Ρ αόρ. περιέχυσα, απαρέμφ. περιχύσει, παθ. αόρ. περιχύθηκα, απαρέμφ. περιχυθεί, μππ. περιχυμένος : χύνω υγρό σε όλη την επιφάνεια πράγματος, το βρέχω καλά: Περιχύνουμε το γλυκό με το σιρόπι. Περιχύνουμε το ψητό με σάλτσα.

[μσν. περιχύνω < αρχ. περιχέω μεταπλ. κατά το χέω > χύνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go