Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιχαρακώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιχαρακώνω [perixarakóno] -ομαι Ρ1 : 1. περιβάλλω ή οχυρώνω με χαράκωμα. 2. (παθ., μτφ.) κλείνομαι, απομονώνομαι: Περιχαρακώθηκε στον εαυτό του.

[λόγ. < αρχ. περιχαρακ(ῶ) -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go