Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- περιφράσσω [perifráso] -ομαι Ρ αόρ. περιέφραξα, απαρέμφ. περιφράξει, παθ. αόρ. περιφράχθηκα, απαρέμφ. περιφραχθεί, μππ. περιφραγμένος : φράζω κτ. γύρω γύρω· περιφράζω: Περιέφραξε τον κήπο χτίζοντας έναν τοίχο δυο μέτρα ύψος. Οικόπεδο / στρατόπεδο περιφραγμένο με συρματόπλεγμα.
[λόγ. < αρχ. περιφράσσω]