Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιστρέφω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιστρέφω [peristréfo] -ομαι Ρ αόρ. περιέστρεψα, απαρέμφ. περιστρέψει, παθ. αόρ. περιστράφηκα, απαρέμφ. περιστραφεί : 1. κινώ κτ. κυκλικά και γύρω από τον εαυτό του, τον άξονά του: Ο κινητήρας περιστρέφει τον τροχό. Περιστρέφω το βλέμμα μου, κοιτάζω γύρω γύρω, προς διάφορες κατευθύνσεις. || H Γη περιστρέφεται γύρω από τον άξονά της. Περιστρεφόμενη σκηνή (θεάτρου). Περιστρεφόμενη θύρα. Περιστρεφόμενη πολυθρόνα. 2. (παθ., μτφ.) για συζήτηση, σκέψη κτλ. που αναπτύσσεται γύρω από ορισμένο θεματικό κέντρο: H συζήτηση περιστράφηκε γύρω από τις διεθνείς εξελίξεις.

[λόγ. < αρχ. περιστρέφω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go