Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιστοιχίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιστοιχίζω [peristixízo] -ομαι Ρ2.1 : α. περιβάλλω κπ. ή κτ.· τοποθετώ κτ. γύρω από κτ. ή από κπ.: Ψηλά κυπαρίσσια περιστοιχίζουν τον κήπο. H πλατεία περιστοιχίζεται από δέντρα. β. είμαι, κινούμαι γύρω από κπ. και αποτελώ τη συνοδεία του, την ακολουθία του: Tον περιστοιχίζουν κόλακες και καιροσκόποι. || Περιστοιχίζεται από πλήθος θαυμαστές. || (μτφ.): Περιστοιχισμένος από πολλούς κινδύνους.

[λόγ. < ελνστ. περιστοιχίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go