Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περισσεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περισσεύω [perisévo] Ρ5.2α μπε. (οικ.) περισσευούμενος : α. μένω ως υπόλοιπο· απομένω: Tο βράδυ φάγαμε ό,τι είχε περισσέψει από το μεσημέρι. Πλήρωσε όλο το ποσό και του περίσσεψαν και χίλιες δραχμές. (έκφρ.) φτάνει και περισσεύει, για ό,τι είναι σε ποσότητα, μέγεθος, αριθμό κτλ. που επαρκούν. β. είμαι περιττός, είμαι επιπλέον του χρήσιμου, σκόπιμου κτλ. και γι΄ αυτό μη χρήσιμος: Tα πολλά λόγια περισσεύουν. ΦΡ μονό δεν του φτάνει, διπλό του περισσεύει, για άνθρωπο που ποτέ δε μένει ικανοποιημένος. στο καλάθι / στα καλάθια δε χωρεί*, στο κοφίνι / στα κοφίνια περισσεύει. γ. υπάρχω σε αφθονία: Tου περίσσεψαν τα βάσανα.

[αρχ. περισσεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go