Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περισκοπώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περισκοπώ [periskopó] Ρ10.9α : (λόγ.) παρατηρώ, εξετάζω γύρω γύρω: ~ τον ορίζοντα.

[λόγ. < αρχ. περισκοπῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go