Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιπίπτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιπίπτω [peripípto] Ρ αόρ. περιέπεσα, απαρέμφ. περιπέσει : (λόγ.) πέφτω. α. πέφτω σε μια χειρότερη κατάσταση: Περιέπεσε σε αχρηστία, αχρηστεύτηκε. Περιέπεσε σε δυστυχία. Περιέπεσε σε κώμα. β. αντί του υποπίπτω: Περιέπεσε σε μεγάλο παράπτωμα.

[λόγ. < αρχ. περιπίπτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go