Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιμαζεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιμαζεύω [perimazévo] -ομαι Ρ5.2 : 1. μαζεύω πράγματα διασκορπισμένα. 2α. παίρνω κπ. εγκαταλελειμμένο, απροστάτευτο κτλ., για να τον περιθάλψω: Tον βρήκε να περιφέρεται στο δρόμο πεινασμένος και ρακένδυτος και τον περιμάζεψε στο σπίτι του. β. συγκρατώ κπ. που παρεκτρέπεται: Περιμάζεψε τα παιδιά σου, να ησυχάσουμε απ΄ τις φωνές.

[περι- μαζεύω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go