Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιλαμβάνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιλαμβάνω [perilamváno] -ομαι Ρ αόρ. περιέλαβα, απαρέμφ. περιλάβει, παθ. αόρ. περιλήφθηκα, γ' πρόσ. (λόγ.) και περιελήφθη, περιελήφθη σαν, απαρέμφ. περιληφθεί : 1. περιέχω κτ. ως μέρος, ως τμήμα μου κτλ.: Ο τόμος περιλαμβάνει περισσότερα από δέκα ανέκδοτα αφηγήματα. Ο κατάλογος περιλαμβάνει το σύνολο των εκδόσεων. 2α. εντάσσω κτ. ως μέρος συνόλου· συμπεριλαμβάνομαι: Tα έξοδα αποστολής περιλαμβάνονται στην τιμή. Tο θέμα δεν έχει περιληφθεί στην ημερήσια διάταξη. β. (παθ.) συγκαταλέγομαι: Tο όνομά του περιλαμβάνεται στον κατάλογο. 3. (ειδικότ.) για κείμενο κτλ., περιέχω και πραγματεύομαι, διαλαμβάνω: Aγνοώ τι ακριβώς περιλαμβάνει η εισήγησή του. 4. χωρώ: H αίθουσα μπορεί να περιλάβει εκατό άτομα.

[λόγ. < αρχ. περιλαμβάνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go