Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περικλείω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περικλείω [periklío] -ομαι & περικλείνω [periklíno] -ομαι Ρ αόρ. περιέκλεισα, απαρέμφ. περικλείσει, παθ. αόρ. περικλείστηκα, απαρέμφ. περικλειστεί, μππ. περικλεισμένος : α. περιέχω, περιλαμβάνω μέσα μου, στο εσωτερικό μου. β. κλείνω από παντού, γύρω γύρω· περιβάλλω: Tα τείχη περικλείνουν ακόμα την πόλη. || H έκταση περικλείεται από ψηλά βουνά.

[λόγ. < αρχ. περικλείω· μεταπλ. κατά το κλείω > κλείνω για προσαρμ. στη δημοτ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go