Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περικαλύπτω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περικαλύπτω [perikalípto] -ομαι Ρ4 : (λόγ.) καλύπτω κτ. από όλες τις πλευρές, γύρω γύρω.

[λόγ. < αρχ. περικαλύπτω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go