Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιεργάζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιεργάζομαι [perierγázome] Ρ2.1β : εξετάζω κτ. παρατηρώντας το με πολλή προσοχή και στις λεπτομέρειές του, για να γνωρίσω τις ιδιότητές του, τη λειτουργία του, την κατάστασή του κτλ.

[λόγ. < αρχ. περιεργάζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go