Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιαδράχνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιαδράχνω [periaδráxno] Ρ αόρ. περιάδραξα, απαρέμφ. περιαδράξει : α. αρπάζω, πιάνω με δύναμη και με τρόπο βίαιο. β. επικρίνω, επιτιμώ κπ. με τρόπο απότομο, αυστηρό, οξύ· περιαρπάζω.

[περι- αδράχνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go