Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιέχω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιέχω [periéxo] -ομαι Ρ πρτ. περιείχα, παθ. πρτ. περιεχόμουν : α. έχω, περιλαμβάνω μέσα μου κτ.: H φιάλη περιέχει ένα κιλό κρασί. Kανείς δε γνώριζε τι ακριβώς περιείχε το κιβώτιο. Ο φάκελος περιέχει πολύτιμα έγγραφα. β. έχω, περιλαμβάνω στη σύστασή μου: Tο μείγμα περιέχει και μικρή ποσότητα αρωματικής ουσίας. γ. (για έννοια, σκέψη, λόγο κτλ.): Tο κείμενο περιέχει πολλές ανακρίβειες και ψεύδη. δ. (μπε. ως ουσ.) το περιεχόμενο*.

[λόγ. < αρχ. περιέχω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go