Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: περιέρχομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
περιέρχομαι [periérxome] Ρ αόρ. περιήλθα, απαρέμφ. περιέλθει : (λόγ.) α. πηγαίνω από τον ένα στον άλλο τόπο μιας περιοχής: Περιήλθε όλα τα χωριά της επαρχίας, γύρισε, επισκέφθηκε. β. περνώ στην εξουσία, στην ευθύνη κτλ. άλλου: H εξουσία περιήλθε στους αντιπάλους του, πέρασε στα χέρια τους. Ο έλεγχος των προμηθειών περιήλθε στην αρμοδιότητα του συμβουλίου. γ. φτάνω σε ορισμένη κατάσταση: ~ σε αδιέξοδο. Περιήλθε σε δυσχερή θέση.

[λόγ. < αρχ. περιέρχομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go