Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πενταπλασιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πενταπλασιάζω [pendaplasiázo] -ομαι Ρ2.1 : κάνω κτ. πενταπλάσιο: Mέσα σε τρία χρόνια πενταπλασιάστηκε η αξία της μετοχής.

[λόγ. ενεργ. < ελνστ. πενταπλασιάζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go