Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πεζεύω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πεζεύω [pezévo] Ρ5.2α : ξεπεζεύω, ξεκαβαλικεύω· (πρβ. αφιππεύω).

[μσν. πεζεύω < πεζ(ός) -εύω (διαφ. το αρχ. πεζεύω `ταξιδεύω με τα πόδια΄)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go