Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παφλάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παφλάζω [paflázo] Ρ2.1α : (κυρ. για ορμητική κίνηση νερού, για κύμα που σκάζει) παράγω ήχο, παφλασμό: Tα κύματα της θάλασσας / τα νερά του ποταμού παφλάζουν. Tο νερό έπεφτε από ψηλά παφλάζοντας.

[λόγ. < αρχ. παφλάζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go