Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πατσίζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατσίζω [patsízo] -ομαι Ρ2.1 : (προφ.) ισοφαρίζω, εξισώνω κτ. ή ανταπο δίδω τα ίσα: Πατσίσαμε τη διαφορά. Mε έβρισε, τον έβρισα και πατσίσαμε.

[πάτσ(ι) -ίζω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go