Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πατρονάρω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατρονάρω [patronáro] -ομαι Ρ6 : με (άμεσες ή έμμεσες) ενέργειες κατευ θύνω, προωθώ ή καθοδηγώ και προστατεύω πρόσωπα, ενέργειες ή δραστηριότητες, συχνά με αδιαφανή τρόπο και με ιδιοτελείς σκοπούς: Επιχει ρώ / προσπαθώ να ~ κπ. ή κτ. Δεν ανέχομαι να με πατρονάρουν. Εκδηλώσεις πατροναρισμένες από διαφημιστικές εταιρείες. Έκανε πετυ χημένη καριέρα χωρίς να πατρονάρεται από κανέναν.

[γαλλ. patronn(er) -άρω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go