Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πατικώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πατικώνω [patikóno] -ομαι Ρ1 : (οικ.) πιέζω κτ. για να ελαττώσω τον όγκο του, ώστε να χωρέσει κάπου ή για να γίνει πιο συμπαγές, το συμπιέζω: Για να βάλω στη βαλίτσα τόσα ρούχα πρέπει να τα πατικώσω. Πρέπει να πατικωθεί το χώμα στη γλάστρα / ο καπνός στην πίπα. || πιέζω κτ. δυνατά, το πλακώνω: Έπεσε ένα δέμα και μου πατίκωσε το πόδι / το χέρι.

[μσν. πατίκ(ιν) `είδος γόμας΄ -ώνω < πατ(ώ) -ίκι(ο)ν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go