Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: παστεριώνω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
παστεριώνω [pasterióno] -ομαι Ρ1 : καταστρέφω τους παθογόνους μικροοργανισμούς υγρών τροφίμων ή ποτών με τη μέθοδο της παστερίωσης· (πρβ. αποστειρώνω): Γάλα φρέσκο, παστεριωμένο.

[λόγ. < γαλλ. pasteuriser < ανθρωπων. L. Ρasteur (Γάλλος γιατρός), ίσως με βάση λόγ. απόδοση του ον. Ρasteur ως Παστέρι(ος) -ώ > -ώνω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go