Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: πέμπω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
πέμπω [pémbo] -ομαι Ρ αόρ. έπεμψα, απαρέμφ. πέμψει, παθ. αόρ. πέμφθηκα, απαρέμφ. πεμφθεί : (λόγ.) στέλνω.

[λόγ. < αρχ. πέμπω]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go