Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οχταπλασιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οχταπλασιάζω [oxtaplasiázo] -ομαι & οκταπλασιάζω [oktaplasiázo] -ομαι Ρ2.2 : κάνω κτ. οχτώ φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο: Aπό την εποχή της αγοράς του μέχρι σήμερα, η τιμή του ακινήτου οχταπλασιάστη κε.

[λόγ. < ελνστ. ὀκταπλασιάζω και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go