Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οχταπλασιάζω [oxtaplasiázo] -ομαι & οκταπλασιάζω [oktaplasiázo] -ομαι Ρ2.2 : κάνω κτ. οχτώ φορές μεγαλύτερο ή περισσότερο: Aπό την εποχή της αγοράς του μέχρι σήμερα, η τιμή του ακινήτου οχταπλασιάστη κε.
[λόγ. < ελνστ. ὀκταπλασιάζω και προσαρμ. στη δημοτ. με ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]