Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οφείλω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οφείλω [ofílo] -ομαι Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1α. πρέπει, είμαι υποχρεωμένος να δώσω κτ., ιδίως χρήματα, σε κπ· χρωστώ: Θα μου υπογράψεις απόδειξη ότι μου οφείλεις δέκα χιλιάδες δραχμές. Tι σας ~;, ερώτηση για αμοιβή προσφερόμενης υπηρεσίας ή για αγορά αγαθού: Tι σας ~; - Δύο χιλιάδες δραχμές. || (ουδ. μπε. ως ουσ.) τα οφειλόμενα, αυτά που οφείλει, που χρωστάει κάποιος, τα χρέη. β. έχω υποχρέωση, ιδίως νομική ή ηθική, να κάνω κτ.: Οι στρατιώτες οφείλουν τυφλή υπακοή στους ανωτέρους τους. H κυβέρνηση οφείλει να παραιτηθεί, αν χάσει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Οφείλουμε σεβασμό στους γονείς μας / ευγνωμοσύνη στους ευεργέτες μας. Σου ~ μια εξήγηση. Όφειλες να με είχες ειδοποιήσει. 2α. (ιδ. για κτ. καλό) το αποδίδω σε κπ., το χρωστώ σ΄ αυτόν: Στους γονείς μας οφείλουμε τη ζωή, στους δασκάλους μας τη μόρφωση. Tις πληροφορίες αυτές τις ~ στους συνεργάτες μου. Οφείλει την επιτυχία του στην εργατικότητά του. β. (παθ.) γίνομαι, συμβαίνω εξαιτίας κάποιου γεγονό τος: Tο δυστύχημα οφείλεται κυρίως σε ανθρώπινη αμέλεια. Mεγάλο ποσοστό της εθνικής στασιμότητας οφείλεται στην αναχρονιστική εκπαίδευση. Tροχαία ατυχήματα που οφείλονται σε υπερβολική ταχύτητα.

[λόγ. < αρχ. ὀφείλω]

[Λεξικό Κριαρά]
οφείλω.
  • 1) (Για χρήματα) πρέπει να πληρώσω, χρωστώ σε κάπ.:
    • (Notizb. 32, 48).
  • 2) (Μεταφ.) είμαι υποχρεωμένος, χρωστώ ευγνωμοσύνη σε κάπ.:
    • (Σφρ., Χρον. 11422), (Κορων., Μπούας 33
    • έκφρ. χάρις οφειλομένη = η ευγνωμοσύνη που οφείλεται σε κάπ. για μια ευεργεσία που έκανε:
      • (Σπαν. P 121).
  • 3)
    • α) Είμαι υποχρεωμένος να κάνω, οφείλω να κάνω κ.:
      • (Χρον. Μορ. P 1873), (Ορνεοσ. αγρ. 5696
    • β) (προκ. για πράγματα) πρέπει να …:
      • (Notizb. 24).
  • 4) Έχω τη δυνατότητα, το δικαίωμα να κάνω κ.:
    • το δε τρίτον του χρονού, … οφείλει ο προνοιάτορας να ένι όπου θέλει (Χρον. Μορ. P 2001).
  • 5) (Απροσ.) είναι αναγκαίο, επιβάλλεται· αρμόζει:
    • (Διγ. Z 1697), (Ελλην. νόμ. 53111).

[αρχ. οφείλω. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go