Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ουρλιάζω
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ουρλιάζω [urlázo] Ρ2.2α : 1. (για ζώο) βγάζω διαπεραστική και παρατεταμένη φωνή: Ουρλιάζει ο λύκος / το τσακάλι / η ύαινα. Ο σκύλος ούρλια ξε άγρια / λυπητερά. 2. (μτφ.) α. (για πρόσ.) βγάζω φωνή που μοιάζει με ουρλιαχτό ζώου: Ο τραυματίας ούρλιαζε από τον πόνο. || φωνάζω πολύ δυνατά: Bγες έξω, ούρλιαξε θυμωμένος. β. δημιουργώ ήχο που μοιάζει με ουρλιαχτό ζώου: Ουρλιάζει ο άνεμος / η θύελλα. Ουρλιάζουν οι σειρή νες.

[μσν. *ουριάζω (πρβ. μσν. ουριασμός `ούρλιασμα΄) < αρχ. ὠρ(ύομαι) μεταπλ. -ιάζω με επίδρ. του ιταλ. urlare (ίδ. σημ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go