Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ουδετερώνω [uδeteróno] -ομαι Ρ1 : 1. (φυσ., χημ.) κάνω κτ. ουδέτερο3: ~ ένα χρώμα / μια χημική ένωση / έναν ηλεκτρικό αγωγό. 2. (στη λεξικογραφία) παραθέτω γλωσσικό υλικό με όσο το δυνατό γενικότερο τρόπο, έτσι ώστε να καλύπτονται πάρα πολλές δυνατότητες: Στο λεξικό κάποια παραδείγματα παρατίθενται ουδετερωμένα.
[λόγ. ουδέτερ(ος) -ώ > -ώνω μτφρδ. γαλλ. neutraliser]