Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οσμίζομαι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οσμίζομαι [ozmízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.) : 1. (λόγ.) μυρίζω κτ., αντιλαμ βάνομαι ή προσπαθώ να αντιληφθώ την οσμή του· οσφραίνομαι. 2. (μτφ.) αντιλαμβάνομαι ή υποπτεύομαι κτ.· μυρίζομαι.

[λόγ. οσμ(ή) -ίζομαι]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go