Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οσμίζομαι [ozmízome] Ρ2.1β (χωρίς μππ.) : 1. (λόγ.) μυρίζω κτ., αντιλαμ βάνομαι ή προσπαθώ να αντιληφθώ την οσμή του· οσφραίνομαι. 2. (μτφ.) αντιλαμβάνομαι ή υποπτεύομαι κτ.· μυρίζομαι3β.
[λόγ. οσμ(ή) -ίζομαι]