Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορύσσω
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ορύσσω.
— Πβ. και ορύγω.
  • Σκάβω:
    • (Βίος Αλ. 3405
    • (σε μεταφ.):
      • τάφον όρυξε βαθύν ο χωρισμός ετούτος (Κομν., Διδασκ. Δ 15).

[αρχ. ορύσσω.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go