Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορύσσω.
-
— Πβ. και ορύγω.
- Σκάβω:
- (Βίος Αλ. 3405)·
- (σε μεταφ.):
- τάφον όρυξε βαθύν ο χωρισμός ετούτος (Κομν., Διδασκ. Δ 15).
[αρχ. ορύσσω.]
- Σκάβω:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[αρχ. ορύσσω.]
© 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |