Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορχούμαι
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
ορχούμαι· ορχιέμαι.
  • Πηδώ, σκιρτώ:
    • (Διγ. Gr. 725
    • (προκ. για ζώο): χοροπηδώ
      • είχασιν δε (ενν. τα ζώα) … καμήλαν … διά να τους παίζει, … και να ορχάται, να πηδά ως κακογυρισμένη (Διήγ. παιδ. 86).

[αρχ. ορχέομαι. Ο τ. και διάφ. τ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. και σήμ. λόγ. (Κριαρ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go