Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορφανεύω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορφανεύω [orfanévo] Ρ5.2α μππ. ορφανεμένος (συνήθ. στο αορ. θ.) : 1α. (για ανήλικο πρόσ.) χάνω λόγω θανάτου τον έναν ή και τους δύο γονείς μου· γίνομαι ορφανός: ~ από πατέρα / από μητέρα. Ορφάνεψαν κι έμειναν χωρίς προστάτη. β. (σπάν.) συντελώ, ώστε να μείνει κάποιος ορφανός. 2. (μτφ., συναισθ.) στερούμαι κπ. πολύ αγαπημένο, ιδίως προστάτη, ηγέτη, καθοδηγητή ή σύντροφο: Ορφάνεψε η Ελλάδα με το θάνατο του Bενιζέλου.

[ορφαν(ός) -εύω (πρβ. αρχ. ὀρφανεύομαι `γίνομαι ορφανός΄)]

[Λεξικό Κριαρά]
ορφανεύω· αρφανεύω.
  • Ά Μτβ.
    • 1) Κάνω κάπ. ορφανό:
      • Ω Χάροντα αλύπητε, διατί να με ορφανέψεις (Ευγέν. 595).
    • 2) (Προκ. για γονέα) κάνω ή γίνομαι αίτιος να χάσει το παιδί του, απορφανίζω:
      • ορφανέψασί (ενν. οι Εβραίοι) με, κι επήραν μου το τέκνον μου (Πλουσιαδ., Θρ. Θεοτ. 86).
  • Β́ (Αμτβ.) μένω ορφανός:
    • αρφάνεψα κι έμεινα δίχως μάνα (Ευγέν. 587· Μανολ., Επιστ. 173).
  • Η μτχ. παρκ. ως επίθ. =
    • 1) Που έχασε τον ένα ή και τους δύο γονείς, ορφανός:
      • 'πόθανεν (ενν. ο πατέρας μου) και 'πόμεινα μικρός ορφανεμένος (Διγ. O 426).
    • 2) Που έχασε ή στερήθηκε αγαπημένα πρόσωπα· έρημος:
      • ζωήν ασβολωμένη, …, τυφλή κι ορφανεμένη (Ροδολ. Δ́ 532· Δ́ 333).

[αρχ. ορφανεύω. Ο τ. στο Somav. και σήμ. λαϊκ. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go