Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ορφανίζω.
-
- (Μέσ.)
- 1) (Προκ. για μάνα) χάνω το παιδί μου:
- (Λίμπον. Αφ. 20).
- 2) Στερούμαι, χάνω αγαπημένο πρόσωπο:
- Όλες ορφανισθήκαμεν κἀγώ περίσσια η μάννα (Φαλιέρ., Θρ. 91· Σπαν. M 28).
- 1) (Προκ. για μάνα) χάνω το παιδί μου:
[αρχ. ορφανίζω. Η λ. και σήμ. ποντ.]
- (Μέσ.)