Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορτσάρω
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορτσάρω [ortsáro] Ρ6α : (ναυτ.) οδηγώ το πλοίο αντίθετα στον άνεμο. ANT ποντζάρω. || Ορτσάρει το καράβι, κινείται αντίθετα στον άνεμο.

[ιταλ. orzar(e) (σύγκρ. όρτσα)]

[Λεξικό Κριαρά]
ορτσάρω.
  • (Ναυτ.) στρέφω την πλώρη του πλοίου στην ευθεία της φοράς του ανέμου:
    • ωσά σιμώσεις το νησί του Καστελλίου, έρχεσαι το γύρο γύρο και αποκείς ορτσάρεις (Πορτολ. Α 18319‑20).

[<ιταλ. orzare. Η λ. και σήμ. (ναυτ.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go