Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ορμώ
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμώ [ormó] & -άω Ρ10.2α : 1. επιτίθεμαι σε κπ., ρίχνομαι, χιμάω. α. κινούμαι με ορμή, με δύναμη: Όρμησε στην έξοδο για να ξεφύγει. Tο αυτοκίνητο όρμησε μπροστά μουγκρίζοντας. Tα νερά σπάζοντας το φράγ μα όρμησαν στην πεδιάδα. β. κινούμαι με εχθρικές διαθέσεις εναντίον κάποιου: Mε κοίταξε άγρια έτοιμος να μου ορμήσει. Tου όρμησε ένας σκύλος. Xωρίς να φοβηθεί καθόλου, πήρε ένα λοστό και όρμηξε στο λύκο. Οι εχθροί παραβιάζοντας την πύλη όρμησαν στην πόλη. 2. (μτφ.) εξοργίζομαι με κπ. και του επιτίθεμαι λεκτικά: Tι ήταν να ακούσει ότι έχασα το βιβλίο του! Όρμησε να με φάει. 3. για έντονο σεξουαλικό ενδιαφέρον: Tης / του όρμησε / όρμηξε.

[αρχ. ὁρμῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ορμώ.
  • I. Ενεργ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Παρακινώ, προτρέπω· ενθαρρύνω:
        • (Λουκάνη, Ομήρ. Ιλ. ΚΆ [81], [168]).
      • 2) Ξεκινώ, αρχίζω να κάνω κ. (με βία, με ορμή):
        • (Λόγ. παρηγ. O 142, Χρον. Μορ. H 396
        • (με είδος σύστ. αντικ.):
          • (Λίβ. P 2470).
      • 3)
        • α) Προθυμοποιούμαι να κάνω κ.:
          • άμα τούτων ακουσάντων όρμησαν να παν με τούτον (ενν. τον Διομήδην) (Ερμον. Ξ 152
        • β) επιθυμώ:
          • Ειδέ αν ορμείς να πορνευθείς, εγώ να σου το ποίσω (Διγ. Esc. 1574
          • φρ. Ορμά (μου) ο νους (προς) κ., βλ. νους Φρ. 51α.
            • ( );
      • 4) Επιχειρώ, δοκιμάζω, προσπαθώ:
        • όρμησα και εγώ … να μεταγλωττίσω … από τα βιβλία όπου να είναι χρήσιμα (Σοφιαν., Παιδαγ. 92· Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 377
        • πολλοί όρμησαν να αρπάσουν την κόρην αυτήν (Διγ. Άνδρ. 35110
        • (με σύστ. αντικ.):
          • ματαίως ορμώντα τοιαύτην ορμήν (Παράφρ. Χων. (v. Dieten) I 129).
      • 5) (Σε ιδιάζ. χρ.) ρίχνω κ. ορμητικά:
        • Αυτοί δε με ως είδασι σπεύδοντα προς εκείνους, όρμησαν τα κοντάρια οι πέντε στρατιώται (Διγ. Z 3545).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Ξεκινώ (γρήγορα, με ορμή):
        • (Ερμον. Α 241), (Χρον. Μορ. P 75).
      • 2)
        • α) Κατευθύνομαι εναντίον κάπ., επιτίθεμαι· ορμώ, «χυμώ»:
          • (Έκθ. χρον. 219), (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 148
          • (απόλ.):
            • (Καλλίμ. 192
        • β) επιτίθεμαι ερωτικά, βιάζω:
          • ει μεν ως δήμιος άνθρωπος … θέλεις ορμήσειν εις εμέ παρά το θέλημά μου … (Λίβ. Sc. 2192).
      • 3)
        • α) Κατευθύνομαι βιαστικά, με ορμή (χωρίς εχθρική διάθεση), σπεύδω:
          • (Θησ. Έ [375]), (Κορων., Μπούας 13
        • β) πηγαίνω:
          • εις το κάστρον όρμησε (Λίβ. N 1162).
      • 4) Μπαίνω ορμητικά:
        • Μερκούριος με τους άνδρας του στον ποταμόν ορμούσιν (Κορων., Μπούας 146
        • φρ. ορμώ εις ταραχήν και ζάλην = ταράζομαι και ζαλίζομαι:
          • (Σπαν. A 454).
      • 5)
        • α) Επιδίδομαι με ζήλο σε κ.:
          • από τούτου γινώσκω ότι όλον το βάρβαρον, εις όπερ πράγμα ορμήσει, ακράτητόν εστι (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 110· Βίος Αλ. 1175
        • β) δείχνω προθυμία για κ.:
          • οκνούσι οι Φραντσόζοι στον πόλεμον κι ουδόλως δεν ορμούσι (Κορων., Μπούας 110· Ιερακοσ. 4737
        • γ) υποβάλλω πρόθυμα τον εαυτό μου σε κ.:
          • ουδέν εστί πράγμα βαρύ, ό μη υπομείνει (ενν. το βάρβαρον) άπαξ ορμήσαν προς αυτοθελήματον κάκωσιν (Κομνηνής Άννας Μετάφρ. 110).
      • 6) Προβαίνω σε κ.:
        • Όταν δε εις υπόσχεσιν ορμήσεις εδικήν σου …, μη θυμωθείς, μη οξυνθείς (Σπαν. (Μαυρ.) P 24).
  • II. Μέσ.
    • Ά Μτβ.
      • 1) Ξεκινώ:
        • (Κορων., Μπούας 110).
      • 2)
        • α) Θέλω, επιθυμώ:
          • (Κορων., Μπούας 24
        • β) προθυμοποιούμαι:
          • (Κορων., Μπούας 50).
    • Β́ Αμτβ.
      • 1) Ξεκινώ:
        • (Κορων., Μπούας 63, 85), (Χρον. Μορ. H 3852).
      • 2)
        • α) Κινούμαι ορμητικά, ορμώ, «χυμώ»:
          • (Κορων., Μπούας 70, 74
        • β) κατευθύνομαι εναντίον κάπ., επιτίθεμαι:
          • (Κορων., Μπούας 57, 61
        • γ) (μεταφ.) καταφέρομαι εναντίον κάπ., κατακρίνω δριμύτατα, επιπλήττω κάπ.:
          • Τότ’ ο σινιόρ Μερκούριος άρχισε να 'νειδίζει, Τουδέσκους τε και Βίτσαρους … και κατ’ αυτών ορμήθηκε.
      • 3)
        • α) Κατευθύνομαι βιαστικά, σπεύδω (χωρίς εχθρική διάθεση):
          • (Προδρ. IV 571), (Κορων., Μπούας 98
        • β) (απολ.) βιάζομαι, προχωρώ γρήγορα:
          • (Κορων., Μπούας 100).
      • 4) Φεύγω, αποχωρώ βιαστικά:
        • εφοβήθη, ο καπετάνιος του δουκός, και ως άνανδρος ορμήθη, στην Αλεξάνδραν έφυγε (Κορων., Μπούας 38).
      • 5) Κατάγομαι:
        • Ο δε κυρ Διονύσιος, πατριαρχεύσας έτη οκτώ, όρμητο μεν ούτος εκ Πελοποννήσου (Έκθ. Χρον. 306· 8128).

[αρχ. ορμάω. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ορμώμαι [ormóme] Ρ11 : (λόγ.) 1. κατάγομαι: Εξ Aλεξανδρείας ορμώμενος. 2. ξεκινώ από κτ., το έχω ή το χρησιμοποιώ ως κίνητρο, αιτία ή αφορ μή: Aπό πού ορμώμενος έβγαλες αυτά τα συμπεράσματα;

[λόγ. < αρχ. ὁρμῶμαι, μέσο του ὁρμῶ]

[Λεξικό Κριαρά]
ορμώνω.
  • Ά (Αμτβ.) ξεκινώ ορμητικά, ορμώ:
    • Ενταύθα ορμώσασιν κι υπάουν ολόρθα εις την Μεθώνην (Χρον. Μορ. H 1690).
  • Μτβ. (Μεταφ.)
    • 1) Κατευθύνομαι προς κ., επιδιώκω κ.:
      • πορνείαν ορμώσει, αλλ’ ου καταβοδοθήσεται (Ο γεννηθείς νεώτερος … φ. 148).
    • 2) Κατατροπώνω, «κανονίζω», «τακτοποιώ» κάπ.:
      • τον λαόν της (ενν. της Πενταχιλίας) Έλληνες κακά της τον ορμώνουν (Πόλ. Τρωάδ. 10750).

[<ορμώ αναλογ. με τα ρ. σε ‑ώνω. Η λ. (;) και σήμ. ιδιωμ. με διαφορ. σημασ.]

[Λεξικό Κριαρά]
όρμωσις η.
  • (Προκ. για πύργο) οχύρωση, ενίσχυση:
    • (Χρον. Τόκκων μετά στ. 923).

[<ορμώνω + κατάλ. ‑σις]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go