Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οριοθετώ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οριοθετώ [orioθetó] -ούμαι Ρ10.9 : χαράζω τα όρια. 1. εντοπίζω τα ακραία σημεία μιας επιφάνειας ή χαράζω τα όρια ανάμεσα στα τμήματα στα οποία αυτή χωρίζεται· οροθετώ. 2. (μτφ.) σε μεγέθη, καταστάσεις, ιδιότητες, δραστηριότητες κτλ.: Aπό το Σύνταγμα οριοθετούνται οι αρμοδιότητες κάθε φορέα της εξουσίας.

[λόγ. < ελνστ. ὁριοθετῶ & σημδ. γαλλ. délimiter]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go