Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- οριζοντιώνω [orizondióno] -ομαι Ρ1 : 1. βάζω κτ. σε οριζόντια θέση: Ο πιλότος οριζοντίωσε το αεροσκάφος. 2. (παθ., οικ.) ξαπλώνω και με επέκταση είμαι άρρωστος: Είναι στο σπίτι του οριζοντιωμένος με γρίπη.
[λόγ. οριζόντι(ος) -ώ > -ώνω]