Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ορθοτομώ [orθotomó] -ούμαι Ρ10.9 : (λόγ.) αναλύω, ερμηνεύω κτ. σωστά.
[λόγ. < ελνστ. ὀρθοτομῶ]
[Λεξικό Κριαρά]
- ορθοτομώ.
-
- Ά Μτβ.
- 1) (Εκκλ.) διδάσκω, ερμηνεύω σωστά:
- Εργάτας τοιούτους θέλει ο Κύριος, ορθοτομούντας τον λόγον της αληθείας (Μαλαξός, Νομοκ. 63).
- 2) Εφαρμόζω σωστά:
- καλός γαρ ένι ο δικαστής … οπού το δίκαιον … ορθοτομεί (Σπαν. (Μαυρ.) P 76).
- 3) Διευθετώ με τον ορθό τρόπο ζητήματα που αφορούν κάπ.:
- ο Ανδρόνικος … ορθοτόμησε την Εκκλησίαν (Χρον. βασιλέων 1373).
- 1) (Εκκλ.) διδάσκω, ερμηνεύω σωστά:
- Β́ (Αμτβ.) ρυθμίζω θρησκευτικό θέμα κατά την ορθόδοξη διδασκαλία:
- έστερξαν (ενν. οι χριστιανοί) τον της ενώσεως όρον και αυτοί μετά συμφωνίας, ως ότι … ει έστι τι το μη τελέως ορθοτομούν, διορθώσωσι (Δούκ. 31727).
[μτγν. ορθοτομέω. Για μτχ. ενεστ. ορθοτομούντας ως ουσ. σήμ. ιδιωμ. βλ. Κόμης. Η λ. στο ΑΛΝΕ]
- Ά Μτβ.