Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: οργώ
5 items total [1 - 5]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
όργωμα το [órγoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του οργώνω: Tο τρακτέρ χρησιμοποιείται κυρίως για το ~ των χωραφιών. Bαθύ / επιφανειακό ~. Aνοιξιάτικο / φθινοπωρινό ~. || (λαϊκότρ.) οργωμένο χωράφι.

[οργώ(νω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
όργωμα το.
  • 1) Το σκάψιμο της γης με αλέτρι για τη σπορά, όργωμα·
    • (εδώ όργωμα και συνεκδ. σπορά):
      • όργωμα και θέρος (Πεντ. Γέν. XLV 6).
  • 2) Η εποχή του οργώματος και της σποράς:
    • εις την ημέρα την έφτατη να 'ξαργήσεις, εις το όργωμα και εις το θέρος να 'ξαργήσεις (αυτ. Έξ. XXXIV 21).

[<οργώνω + κατάλ. ‑μα. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
οργώμαι.
  • Εκδηλώνω θυμό, οργή εναντίον κάπ.:
    • Για 'δέτε ποιους σπλαχνίζεται (ενν. ο Χριστός) … και ποίους πάλι οργάται (Δεφ., Σωσ. 366· Βεντράμ., Γυν. 75).

[<οργίζομαι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
οργώνω [orγóno] -ομαι Ρ1 : I. σκάβω την επιφάνεια του εδάφους με αλέτρι ή τρακτέρ για να το καλλιεργήσω: ~ το χωράφι. Σκορπάει το σπόρο στην οργωμένη γη. II. (μτφ.) 1. κάνω βαθουλώματα, συνήθ. στενόμακρα, επάνω σε μια επιφάνεια: Οι ρόδες των αυτοκινήτων όργωσαν το χωματό δρομο. Περιοχή οργωμένη από τις οβίδες. 2. (κυρ. για το ανθρώπινο σώ μα) α. προκαλώ ρυτίδες: Tα χρόνια είχαν οργώσει το μέτωπό του. Πρόσωπο οργωμένο από τα βάσανα. β. προκαλώ μακρόστενα σημάδια ή πληγές: Tου όργωσε τη ράχη με το μαστίγιο. 3. διασχίζω, διατρέχω ένα χώρο, μια περιοχή σε διάφορες κατευθύνσεις: Ποδοσφαιριστής που οργώνει το γήπεδο. ~ τα βουνά / τα κύματα / τις θάλασσες. Ελληνικά καράβια όργω ναν τη Mεσόγειο κατά την αρχαιότητα. Όργωσαν πόλεις και χωριά δίνο ντας παραστάσεις. Tα στελέχη του κόμματος οργώνουν την ύπαιθρο πριν από τις εκλογές.

[*εργώνω < έργ(ο) -ώνω με υποχωρ. αφομ. [e-o > o-o] ]

[Λεξικό Κριαρά]
οργώνω.
  • Σκάβω τη γη με το άροτρο συν. πριν από τη σπορά, οργώνω:
    • μη οργώσεις με βοΐδι και με γαϊδούρι αντάμα (Πεντ. Δευτ. XXII 10).

[<ουσ. όργον + κατάλ. ‑ώνω ή <αρχ. οργάω αναλογ. με ρ. σε ‑ώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go